- κοιλοπονάω
- κοιλοπονάω (σπάν. κοιλοπονώ), κοιλοπόνεσα βλ. πίν. 62
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κοιλοπονώ — και κοιλοπονάω κοιλοπόνεσα, έχω πόνους τοκετού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)